Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015

Ο «Γάλλος» του Παναιτωλικού



Γεώργιος Παπαδόπουλος



1944

Λίγο μετά την απελευθέρωση της πόλης και στο υπόστεγο των Παπαστρατείων εκπαιδευτηρίων τα παιδιά της γειτονιάς πεινασμένα αλλά ελεύθερα πια, χορταίνουν παιχνίδι, χορταίνουν ποδόσφαιρο.
Τα αλάνια της Φούσκαρη νίκησαν!! 
Στο τέλος του αγώνα τα πρόωρα αντράκια της ομάδας «ΕΘΝΙΚΟΣ» ζητούν φωτιά. Τα χύμα τσιγάρα που με τράκα κονόμησαν βρίσκονται στα δάχτυλά τους. Φωτιά….δεν υπάρχει. Υπάρχει όμως ο καθηγητής των Γαλλικών του Γυμνασίου που παρακολουθεί τον αγώνα τους και καπνίζει αρειμανίως.
-Ποιος ρε αλάνια θα τολμήσει να του ζητήσει φωτιά;
-Εγώ, φωνάζει ο πιο μελαμψός και κοκκαλιάρης.
-Ε, τότε πάρε και πήγαινε, του λένε και του δίνουν ένα τσιγάρο.
Με το τσιγάρο στο χέρι το αλάνι που έμοιαζε γυφτάκι, πλησιάζει θρασύτατα τον καθηγητή και του ζητάει να ανάψει. Ο καθηγητής των Γαλλικών ερευνά τον μικρό θρασύ καπνιστή που στο στόμα του είχε τσιγάρο Αγρινίου, κουβεντιάζουν  -άγνωστο τι…- και του ανάβει το τσιγάρο.
Τα αλάνια λαχταρούν, έρχεται φωτιά, τρέχουν κοντά του και ένας νεαρός θεριακλής απ’ την παρέα τον ρωτά:
-Τι σου έλεγε, ρε; Τι κουβεντιάζατε;
-Τίποτες μωρέ…τίποτες. Να, μιλούσαμε ΓΑΛΛΙΚΑ, απαντά με σκέρτσο ο μελαμψός μπαλαδόρος.
Στην γωνιά του υπόστεγου, γιόμιζαν τα νεανικά τους στήθη με την κακιά συνήθεια που θα τους συντρόφευε σ’ όλη τους τη ζωή.
-Δώσε να τραβήξω κι εγώ, φωνάζει ο θεληματάρης. Εγώ σας έφερα φωτιά, δώσε μου μια ρουφηξιά.
-Άντε, ρε…άντε τράβα να μιλήσεις ΓΑΛΛΙΚΑ, θέλεις και τσιγάρο. Άντε ρε ΓΑΛΛΕ !!!!
Έτσι έγινε το παρατσούκλι ΓΑΛΛΟΣ, στο μετέπειτα καμάρι του Αγρινίου και ολάκερης της Αιτωλοακαρνανίας.
 Έτσι ο μάγος της μπάλας «βαφτίστηκε» ΓΑΛΛΟΣ…

1960-1961
Εφημερίδα «ΑΘΛΗΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ»
Ο Γιώργος Καμάρας, σε συνέντευξή του έλεγε:
«Η χώρα μας έχει αρκετούς ικανούς παίχτες που μέσα σ΄αυτούς ξεχωρίζουν οι Σεραφίδης, Λυνοξιλάκης, Παπαντώνου, Πούλης, Μπέμπης, Νεστορίδης και ο Παπαδόπουλος του Παναιτωλικού».


..................................................................................................
..........................................................................




Η κεντρική είσοδος του γηπέδου του Παναιτωλικού 
φέρει το όνομα του κορυφαίου ποδοσφαιριστή του.

«Θύρα 3 – Γιώργος Παπαδόπουλος (Γάλλος)»


Το κείμενο είναι 
του Βασίλη Σταρακά

   
Ο Γιώργος Παπαδόπουλος (Γάλλος) γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1928 από γονείς πρόσφυγες καταγόμενοι από την Σεβάστεια της Μικράς Ασίας.
Οι γονείς του βρήκαν «απάγγειο», το 1922, σε ένα φτωχικό σπίτι στο τέρμα της Παπαστράτου, δίπλα στο αρχοντικό των Αφών Ρήγα. Απέκτησαν τρεις γιούς και μία κόρη. Ο πατέρας καφετζής, δύσκολα τα έφερνε βόλτα.
Από την παιδική ηλικία το ποδοσφαιρικό ταλέντο του έκανε αίσθηση στις αλάνες του Αγρινίου. Έφηβος εντάχθηκε στις τάξεις του Παναιτωλικού και αμέσως αποτέλεσε βασικό και αναντικατάστατο στέλεχός του. 


Σέντερ-φορ, τροφοδότης η φυσική του θέση. Μια θέση δύσκολη και απαιτητική. Οργανωτής και τροφοδότης από την μια, εκτελεστής από την άλλη. Συνδυασμός δυσεύρετος μέχρι και σήμερα. Η απαράμιλλη τεχνική –πραγματικός γητευτής της μπάλας- οι «μαγικές» προσποιήσεις, η γρήγορη σκέψη, η πλούσια φαντασία του, η ευχέρεια στα ευθύβολα σουτ, ήταν τα μαγικά του όπλα για να «ξεκλειδώσει» και την πιο οργανωμένη αντίπαλη άμυνα.
Τότε, γήπεδα χωμάτινα, σκληρά ή λασπώδη, μπάλα με κορδόνι και βαριά.
Σήμερα, γήπεδα χαλιά, μπάλα τελευταίας τεχνολογίας που την υποδέχεται εύκολα και ο πιο άτεχνος ποδοσφαιριστής.


Ένα άλλο όπλο στην ποδοσφαιρική του «φαρέτρα», η δυνατή και τεχνική κεφαλιά. Πηδούσε με έναν «αυτοκρατορικό» παλμό και τέλειο στυλ. Ήταν επίσης δεινός «φαουλίστας».
Πέρναγε την μπάλα «απ΄την τρύπα της βελόνας», όπως με καμάρι έλεγαν οι φίλαθλοι. Όταν κάλπαζε στο γήπεδο με την κίτρινη φανέλα, δεν είχε να ζηλέψει τίποτε από έναν βιρτουόζο Βραζιλιάνο ποδοσφαιριστή.
Αξέχαστη θα μείνει η συμβολή του στους τρεις αγώνες-μπαράζ με την πανίσχυρη Παναχαϊκή (1953-1954), όπου ο Παναιτωλικός μας βγήκε νικητής και εν συνεχεία έλαβε μέρος στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα. Από μία νίκη στην έδρα τους είχαν οι αντίπαλοι στους δύο πρώτους αγώνες-μπαράζ. Ο τρίτος αγώνας ορίστηκε πραξικοπηματικά από την παντοδύναμη ΕΠΣ Πατρών, στο Αίγιο, ενώ οι κανονισμοί όριζαν το Μεσολόγγι. Ο τελικός του Αιγίου έγινε μέσα σε μια συγκλονιστική ατμόσφαιρα που δημιούργησαν Αιτωλοακαρνάνες, Πατρινοί και ουδέτεροι φίλαθλοι.
Ήταν μία καταξίωση για τον ιστορικό μας Παναιτωλικό, μία αποθέωση του «Μαέστρου Γάλλου». Νικήσαμε με σκορ 1-0 και με σκόρερ τον Βασίλη Ρόκο μετά από πάσα ακριβείας του «Γάλλου».
Όταν έγινε γνωστό το αποτέλεσμα στο Αγρίνιο –από τον περιπτερά Τάκη Καραχρήστο-, άνδρες, γυναίκες και παιδιά γέμισαν την Μεγάλη Πλατεία Μπέλλου γιορτάζοντας την μεγάλη επιτυχία. Με την άφιξη της αποστολής στο φωταγωγημένο Αγρίνιο, όλοι οι παίχτες έγιναν αντικείμενο λατρείας.
Ο «Γάλλος» όλη τη νύχτα δεν πάτησε στο έδαφος αλλά «ίπτατο» στους ώμους των φιλάθλων. Το όνομά του γίνεται τραγούδι στα χείλη των Αγρινιωτών.


Σε λίγες μέρες ξεκίνησε το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα και το Αγρίνιο απέκτησε μια ιδιαίτερη ποδοσφαιρική και κοινωνική ταυτότητα στην Ελληνική Επικράτεια, χάρις στον «Γάλλο» και τους συμπαίκτες του.
Το ταλέντο του συζητήθηκε με θαυμασμό στους ποδοσφαιρικούς κύκλους και έγινε το «Μήλον της Έριδος» των σωματείων του Κέντρου. Βασικός της Εθνικής Ενόπλων, τον «απήγαγε» -κυριολεκτικά- ο Ολυμπιακός Πειραιώς στο τέλος του Πρωταθλήματος. Στο Φάληρο προπονούνταν καθημερινά επί δύο μήνες περίπου. Οι νέοι συμπαίκτες του -φίρμες- έγιναν αμέσως θαυμαστές του υψηλού επιπέδου προσόντων του. Μία λαμπρή ποδοσφαιρική καριέρα γεμάτη δόξα ανοίγεται στον προικισμένο ποδοσφαιριστή. Τα οικονομικά ανταλλάγματα εξασφαλίζουν ένα ρόδινο μέλλον στην 6/μελή οικογένεια. (Ο ίδιος ήταν άνεργος).
«Την περίοδο αυτή έκανα όνειρα για μένα και την οικογένειά μου», μου είχε πει κάποτε.


Το ίδιο όμως διάστημα οι φίλαθλοι του Παναιτωλικού ξεκίνησαν «εμφύλιο πόλεμο» με την διοίκηση του γιατρού Μπούκαρη. Ήταν αντίθετοι σ΄αυτή τη μεταγραφή και κάθε μέρα αγρίευαν περισσότερο. Το αποτέλεσμα ήταν η υπογραφή της διοίκησης να μην «πέσει» ποτέ. (Ακριβώς ίδια περίπτωση Κούδα)
Το «καναρίνι» ξαναγύρισε χωρίς θυμό, δίχως οργή για κανέναν. Η επιστροφή του ήταν μία αποθέωση. Γίνεται πάλι ο ηγέτης και λατρεύεται περισσότερο από πριν.
Τις μέρες αυτές διορίζεται στην Μηχανική Καλλιέργεια.


Ο «Γάλλος» εκτός από χαρισματικός ποδοσφαιριστής, κοινωνικός, γλεντζές και χορευταράς ήταν και πολύ γοητευτικός άντρας.
Ύψος 1.80 περίπου, έλιωναν πολλές για το ψιλό του μουστάκι. Αρχές της δεκαετίας του ΄60 το ανήσυχο και προκομμένο πνεύμα του αναζητάει κάτι καλύτερο. Ήδη έφαγε την σαϊτιά-τρίπλα, θα έλεγα, από τον «έρωτα της ζωής του», όπως αυτός έλεγε. Παντρεύεται λοιπόν την γλυκύτατη Μικρασιάτισσα Ευθαλία-Θάλεια Κωνσταντινίδη, φεύγει από την υπηρεσία του και ανοίγουν μαζί καφεκοπτείο, έχει δε και την αποκλειστικότητα των τσιγάρων “SANTE”, στην Παπαστράτου 47, απέναντι από το ζαχαροπλαστείο του Ζήνα. Απέκτησαν τρεις χαριτωμένες κόρες.



Κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια μετά από φιλικό αγώνα προς τιμήν του στις 19 Ιουνίου 1964. Ασχολήθηκε πολλά χρόνια και ως προπονητής.


Μας «άφησε» στις 26 Ιουλίου 1999.
Όλοι εμείς οι «πιστοί» του Παναιτωλικού μας και του «Γάλλου», ας ενώσουμε την επιθυμία της ψυχής μας για ένα «μήνυμα» στο πνεύμα του:
«ΓΑΛΛΕ, θα σ’ αγαπάμε πάντα. ΜΑΣ ΛΕΙΠΕΙΣ»


Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του Γ. Παπαδόπουλου

Share
Divider Graphics
~Αγρίνιο...Γλυκές Μνήμες~

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2015

Η Ιστορία ενός περιπετειώδους ταξιδιού




....
με απρόοπτο πρωταγωνιστή τον Τάκη Παπαποστόλου
Και

Αγρινιώτικες μαθητικές αναμνήσεις

Το κείμενο μας το έστειλε ο
παλαίμαχος ποδοσφαιριστής
 του Παναιτωλικού
 κ. Βασίλης Σταρακάς.
Τον ευχαριστώ θερμά.
         
Στις 9 Φεβρουαρίου 1963, Σάββατο πρωί, η ομάδα του Παναιτωλικού αναχώρησε από το Αγρίνιο για τη Χίο όπου την επόμενη μέρα το απόγευμα θα αντιμετώπιζε την τοπική ομάδα με το όνομα Μικρασιατική.
 Ήταν ένας αγώνας του δευτέρου γύρου για το πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής. Στον πρώτο γύρο, στο Αγρίνιο, στις 7/10/62 είχαμε κερδίσει με 3-1.
Ο νεαρός τότε Τάκης Παπαποστόλου, για τον οποίο η Αθλητική ΗΧΩ είχε ειδικό εγκωμιαστικό αφιέρωμα την επόμενη ημέρα, είχε πετύχει δύο γκολ και ένα ο Γ. Παπαδόπουλος (Γάλλος).
      Η ώρα στο λεωφορείο περνούσε με τραγούδι, που επικεφαλής της πρόχειρης χορωδίας ήταν ο Τάκης Παπαποστόλου με την κιθάρα του, ο οποίος από μικρός έκρυβε μέσα του ένα ακόμη ταλέντο και ένα πάθος για τη μουσική στην οποία τελικά αφοσιώθηκε και εξελίχθηκε όπως όλοι ξέρουμε σε έναν μεγάλο μουσικό. Επίσης λύναμε σταυρόλεξα, λέγαμε ανέκδοτα και γίνονταν το απαραίτητο …φροντιστήριο από τους μεγαλύτερους στους μικρότερους «για να ξυπνήσετε» όπως χαρακτηριστικά μας λέγανε.
 Κοντά στο μεσημέρι φτάσαμε στη Λυκοποριά όπου κάναμε στάση για φαγητό. (Πράσινο λεωφορείο, δρόμος όλο λακκούβες, ferry, παλαιά εθνική οδός, πολύωρο το ταξίδι για την Αθήνα τότε).
      Στη συνέχεια ολοταχώς για το λιμάνι του Πειραιά γιατί η Χίος τότε δεν είχε αεροπορική σύνδεση. Επιβιβαστήκαμε λοιπόν στο πλοίο «Κολοκοτρώνης», τεράστιο για την εποχή, μέτριας όμως ταχύτητας και απογευματάκι σαλπάραμε. Όλα τα μέλη της αποστολής καθίσαμε στο σαλόνι γύρω από τον βιρτουόζο στην κιθάρα και τη γλυκιά φωνή Τάκη Παπαποστόλου, ο οποίος δημιούργησε μια πολύ ευχάριστη και κεφάτη ατμόσφαιρα. Στην παρέα μας προστέθηκαν και αρκετοί άγνωστοι επιβάτες.
      Μετά από 2-3 ώρες το πλοίο άρχισε να κουνάει αρκετά. Η εμπειρία που είχαμε σχεδόν όλοι εμείς οι στεριανοί μέχρι τότε από θαλασσινά ταξίδια και από κούνημα πλοίου ήταν που κάποιες φορές λόγω καιρού στο πέρασμα Ρίου – Αντιρρίου, το φέρρυ, είχε μια δυσκολία, όχι όμως παραπάνω από μισή ώρα. Εδώ τώρα έβλεπες ταξιδιώτες να πέφτουν επάνω στα τραπέζια σα μεθυσμένοι ή ο ένας επάνω στον άλλο. Άσε τα φλιτζάνια, κύπελλα και ποτήρια από το μπαρ που κυλούσαν με κρότο από τη μια άκρη του σαλονιού στην άλλη. Δεν μπορούσες να κάνεις βήμα χωρίς να κρατιέσαι από κάπου.


Στην αρχή εμείς καθισμένοι στους καναπέδες διασκεδάζαμε με όλα αυτά γιατί μας φαίνονταν αστεία. Εν τω μεταξύ η θαλασσοταραχή δυνάμωνε και παράλληλα με την πνιγερή ατμόσφαιρα από τον καπνό των τσιγάρων μας δημιουργήθηκε ένα έντονο αίσθημα ναυτίας και είχαμε ακόμη ολόκληρη νύχτα ταλαιπωρίας μέχρι να φτάσουμε στη Χίο.
Ο προπονητής μας – Σωτήρης Καρποδίνης -  μας έστειλε στις καμπίνες. Ήταν ανήσυχος γιατί τότε δεν επιτρεπόταν καμιά  αλλαγή κατά τη διάρκεια του αγώνα, όχι μόνο για μια ξαφνική αδιαθεσία ποδοσφαιριστή αλλά ούτε για σοβαρό τραυματισμό. Γι αυτό λοιπόν έπρεπε όλοι οι παίκτες που θα ξεκινούσαν τον αγώνα να είναι απολύτως υγιείς.
      Πηγαίνοντας με δυσκολία στις καμπίνες μας άρχισαν οι «εξαγωγές». Στην ίδια καμπίνα με εμένα και τον Τάκη ήταν ακόμη ο Θεόφιλος Ντόκας, ο Μήτσος  Μπάθας (μαθητές και οι τέσσερις), ο Βασίλης Μήτσου, ο Αριστείδης Μπαρχαμπάς και ο Σπύρος Νικολάου (ψείρας).
Ο Σπύρος ήταν πολύ άνετος γιατί καθώς είχε υπηρετήσει 30 μήνες στο ναυτικό ήταν συνηθισμένος στην θαλασσοταραχή. Μας προσέφερε μεγάλη βοήθεια τις δύσκολες αυτές ώρες του ταξιδιού, με το να μας δίνει κουράγιο και να μας εφοδιάζει με χάρτινες σακούλες για τον εμετό. Εκτός όμως από το συνεχές ταρακούνημα που μας είχε φτάσει στο όριο της ημικρανίας, ένας φριχτός ήχος, ένα τρίξιμο που έκανε το καράβι κατά διαστήματα λες και θα διαλυόταν, μας τρόμαζε πολύ και όλοι μας σταυροκοπιόμασταν.
      Πρωινές ώρες φτάσαμε στη Χίο και καταλύσαμε στο νεότευκτο τότε και πολυτελές ξενοδοχείο «Χανδρής» και σχεδόν με τα ρούχα μας πέσαμε για ύπνο. Στις 3 το μεσημέρι ξεκίνησε ο αγώνας, που παρά την ατονία που όλοι νιώθαμε, τον  κερδίσαμε άνετα 4-0 (μέτρια η ομάδα τους).
      Με το τέλος του αγώνα φύγαμε για το πλοίο το οποίο σε λίγο θα αναχωρούσε. (Εάν μαντεύαμε την Οδύσσεια της επιστροφής θα περιμέναμε να έρθει …καλοκαίρι για να φύγουμε από το νησί).


Στην τραπεζαρία μας σέρβιραν ένα στεγνό φαγητό που οι ίδιοι παραγγείλαμε για να μην έχουμε πάλι ανακατωσούρες, αφού η πρόβλεψη ήταν ότι ανοιχτά έχει αρκετά Μποφώρ. Πολύ νωρίς πήγαμε στις καμπίνες. Με την ταλαιπωρία που είχαμε πέσαμε σε βαθύ ύπνο και ούτε καταλάβαμε πότε ήρθε το πρωί. Μόλις ξυπνήσαμε σχεδόν πανηγυρίζαμε που είχαμε τόσο καλό ταξίδι όταν άνοιξε η πόρτα και ο Σπύρος που γύριζε από καφέ μας είπε ότι δεν φύγαμε ποτέ και είμαστε «δεμένοι» γιατί το λιμεναρχείο είχε εκδώσει απαγορευτικό! Μέχρι την Τρίτη το βράδυ ήμασταν στο λιμάνι. Τότε μας ειδοποιούν ότι ο καπετάνιος, με δική του ευθύνη, σήκωσε την άγκυρα και φουλ για Πειραιά.
      Μετά από 1 η 2 ώρες ζήσαμε στην πραγματικότητα τον μύθο της επιστροφής του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Ο φιλότιμος Σπύρος αποδείχθηκε ανεκτίμητος φίλος άλλη μια φορά. Με τι ταχύτητα έπαιρνε και μας έφερνε τις χάρτινες σακούλες δεν λέγεται.
Κάποια στιγμή ο κακοδιάθετος Λαλάκης (Ντόκας) που είχε χάσει την αίσθηση της ισορροπίας και ήταν μόνιμα ξαπλωμένος είπε στον Τάκη: «Ρε Τάκη παίξε κανένα πένθιμο με την κιθάρα, δεν βλέπεις ότι χανόμαστε;».  Άκεφος ο Τάκης από τον ίλιγγο δεν είχε κουράγιο να πει ούτε μια λέξη.
      Κατά τις 10 το πρωί πιάσαμε λιμάνι. Ικανοποιημένοι που ζούσαμε αλλά και που δεν πάθαμε αφυδάτωση ντυθήκαμε βιαστικά και επιβιβαστήκαμε στο πούλμαν που μας περίμενε στην προκυμαία. Η οδύσσεια πήρε τέλος. (κάποιοι μόλις πάτησαν στεριά έσκυψαν και φίλησαν τα … τσιμέντα).
Ο Τάκης Παπαποστόλου απαρηγόρητος μας έδειχνε το παντελόνι του που έπλεε επάνω του. « Θα στενοχωρηθούν πολύ οι γονείς μου που έχασα τόσα κιλά», έλεγε και ξανάλεγε πικραμένος. «Αισθάνομαι μεγάλη αδυναμία».
      Σε μια στιγμή καταφθάνει ένας καμαρότος. Μπαίνει μέσα στο πούλμαν, αναζητά τον Τάκη και του αναγγέλλει ότι τον ζητάει ο Βασίλης Μήτσου και να πάει γρήγορα στην καμπίνα.
Χωρίς καθυστέρηση ήρθαν χαμογελώντας και οι δύο στο πούλμαν το οποίο αναχώρησε για Αγρίνιο. Με αυτά που μας είπαν ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια. Ο Βασίλης που είχε μεγάλη αδυναμία στον Τάκη, και είχε μείνει τελευταίος στη καμπίνα, όταν πήγε να βάλει το παντελόνι δεν του έμπαινε με τίποτα. Προηγουμένως, ο Τάκης πάνω στη ζαλάδα του, φόρεσε το παντελόνι του Βασίλη που είχε το ίδιο χρώμα με το δικό του. Σημειώνω εδώ ότι ο Βασίλης είχε λίγο κοιλίτσα τότε και καμιά δεκαριά κιλά παραπάνω από το κυπαρισσένιο κορμί του Τάκη. Έτσι εξηγήθηκε και το απότομο … αδυνάτισμα του Τάκη του οποίου το ηθικό αμέσως ανέβηκε στα ύψη.


          Πέμπτη πρωί τέσσερις χαρούμενες … Πηνελόπες – άσχετες με το πλέξιμο –   στηριγμένες στα σιδερένια κάγκελα της ταράτσας του θηλέων έστελναν ευχάριστα μηνύματα με τη μέθοδο της … νοηματικής σε τέσσερις παραλίγο ναυαγούς που ήταν αγκυροβολημένοι στο συνηθισμένο για το καθένα ζευγαράκι πόστο κάτω από τη «δική τους» νεραντζιά.
      Το ταξίδι αυτό μας στοίχισε 4x5=20 απουσίες γιατί τότε κάναμε σχολείο και το Σάββατο.
Πολλές λοιπόν … υποχρεώσεις από τις μικρές ακόμη τάξεις του Γυμνασίου: Καθημερινές προπονήσεις, ένα «ριψοκίνδυνο» πέρασμα – αφού υπήρχε απαγορευτικό – από τα σφαιριστήρια του Κανατά, για να θαυμάσουμε τον Τάκη Ράφα στο μπιλιάρδο, που έκανε επίδειξη στις τρίσποντες καραμπόλες, αλλά να ενημερωθούμε και για τα τελευταία τραγούδια από το ηλεκτρόφωνο. Και αυτός ο Κανατάς πήγε και άνοιξε μέσα στο κέντρο του Αγρινίου, στο υπόγειο του σημερινού ξενοδοχείου «ΛΗΤΩ» με κοινή είσοδο – έξοδο από την πλατεία Μπέλλου, που σε πιθανή έφοδο καθηγητών – και ήταν συχνές – ήσουν εγκλωβισμένος. Στο ισόγειο του τότε κτηρίου ήταν οι νεωτερισμοί του Λεωνίδα Σταθόπουλου και δίπλα θυμάμαι ήταν το φαναρτζίδικο του Τζίμα.
 Α, να πάμε και δυο φορές την εβδομάδα – κρυφά – στον κινηματογράφο Παλλάς ή στο Αττικόν να δούμε κάποιο καουμπόικο ή Ζορρό ή Ταρζάν. Θυμάμαι όταν κάποιες σκηνές μας ενθουσίαζαν πολύ, χτυπάγαμε με δύναμη τα πόδια μας στο ξύλινο πάτωμα του εξώστη, δημιουργώντας εκκωφαντική ατμόσφαιρα και ο Ανόρος συχνά μας έκανε παρατηρήσεις.
      Δεν άργησε όμως πολύ να πάμε στις μεγαλύτερες τάξεις, σοβαρευτήκαμε λίγο αφού φορέσαμε και μακριά παντελόνια, οπότε να μην κάνουμε και καμιά 30ρια ανεβοκατεβάσματα την ημέρα στο νυφοπάζαρο της Παπαστράτου; Να μην πάμε και σε κανένα ρεφενέ – να βγει το Βερμούτ και το αράπικο φιστίκι – απογευματινοβραδυνό παρτάκι, όπου πάντα σχεδόν μία ντάμα αντιστοιχούσε σε τέσσερις-πέντε καβαλιέρους; (έτσι και κυκλοφορούσε τότε μαθήτρια μετά τη δύση του ηλίου χωρίς την μπλε ποδιά και την κορδέλα και έπεφτε στην αντίληψη των… Ταλιμπάν  την περίμενε … λιθοβολισμός).
Μήπως και εμάς τα γυμνασιόπαιδα ίδια τύχη δεν μας περίμενε όταν μας βλέπανε έξω – κάποιοι καθηγητές – χωρίς πηλίκιο; Πρωί πρωί μας περίμενε μια «διήμερη» ή για τους υπότροπους «τριήμερη» αλλά αυτό δεν ήταν το μεγάλο πρόβλημα για μας.
Εκείνο που μας έκαιγε ήταν να μην μάθουν για την αποβολή στο σπίτι και έχουμε «γκρίνια και τον … γονέων».
      Η κλασική λύση για να μην υποψιαστούν τίποτα οι δικοί μας ήταν μια αλάνθαστη μέθοδος που κληρονομήσαμε από προηγούμενους «καψοκαλύβες», συγκεκριμένα φεύγαμε από το σπίτι την κανονική ώρα για το σχολείο με τα βιβλία στο χέρι, και μόλις φτάναμε στην είσοδο για το γυμνάσιο κάναμε ένα βήμα αριστερά και μπαίναμε στο πάρκο αφού και οι δύο είσοδοι ήταν δίπλα – δίπλα.
Πηγαίναμε στην αίθουσα του κέντρου όπου συναντούσαμε τους ημερήσιους «σκασιάρχες», πίναμε τον καφέ μας ή τσάι ακούγοντας το ηλεκτρόφωνο που έπαιζε ασταμάτητα. Πολλές φορές ανοίγαμε την ένταση λίγο παραπάνω – από μεράκι – και οι ιδιοκτήτες του κέντρου Γιώργος Μοσχολιός ή ο Στάθης Ροκόφυλλος με το δίκιο τους μας κατσάδιαζαν.
      Κάποια άλλη ομάδα σκασιαρχών και αποβληθέντων όταν έφταναν στις δύο εισόδους για να μας πουλήσουν φιγούρα ότι υπάρχει «αμόρε» έριχναν το βλέμμα τους στην ταράτσα του θηλέων και δήθεν «σεκλετισμένοι» γιατί δεν υπήρξε έστω οπτική επικοινωνία αγόραζαν από ένα μικρό πακέτο τσιγάρα – Καρέλια Αγρινίου ή 5 νούμερο – από το περίπτερο του Βασίλη Πανάκη που ήταν δίπλα και πήγαιναν στο καφέ «Νυχτερίδα» του Βασίλη Αϋφαντόπουλου που ήταν στο απέναντι πεζοδρόμιο, λίγο δε πιο πάνω υπήρχε το οικογενειακό κέντρο «Χαραυγή».
      Η διασκέδαση στην ιστορική «Νυχτερίδα» ήταν η κολτσίνα. Υπήρχε δε μεγάλη ασφάλεια εκεί αφού για τον φόβο των … Ιουδαίων όλα τα παράθυρα ήταν καλυμμένα με σκούρες κουρτίνες και το σπουδαιότερο ο Βασίλης ήταν «φύλακας άγγελος».
Η χαρτοπαιξία ήταν πολύ βαρύ αμάρτημα και οι συλληφθέντες, αν τους είχαν και άλλλα μαζεμένα, αποβάλλονταν δια παντός από το Γυμνάσιο και αναγκάζονταν να συνεχίσουν σε αυτό της Παραβόλας ή του Νεοχωρίου ή στο ιδιωτικό του Βούλγαρη στις Παπαδάτες Μακρυνείας. Βαρυποινίτες βέβαια είχαμε και εμείς, από Πάτρα, Αστακό κλπ.
Μετά λοιπόν από τόσες … σκοτούρες που είχαμε άντε να σου μείνει χρόνος για διάβασμα. Ήταν δυνατόν να βγάλεις την τάξη με την πρώτη χρονιά; Και από πάνω είχα και την γκρίνια. « Έλεος ρε Μάνα  ποιός είμαι να τα προκάνω όλα; Ο Βέγγος;»

Βασίλης Σταρακάς

Παλαίμαχος Ποδοσφαιριστής Παναιτωλικού
        
 


Υ.Γ. Εννοείται ότι οι χαρακτηρισμοί «Ταλιμπάν» και «Ιουδαίοι» αναφέρονται χάριν αστεϊσμού, παρ όλο που τα κατακέφαλα από μερικούς καθηγητές μας, στις μικρές τάξεις, έπεφταν σαν το …χαλάζι, και που να βρεις το …δίκιο σου. Έλεγες κάτι στους γονείς σου και ξεκίναγε δεύτερος «γύρος».
 Ορισμένες φορές όμως, ειδικά στις μικρές τάξεις, έπρεπε να τους ενημερώσουμε, γιατί για να σε δεχτούν στο σχολείο μετά από κάποιες αταξίες – όπως αν δε φορούσες πηλίκιο, δεν βρήκαν χαρτάκι με το όνομά σου μετά τον κυριακάτικο εκκλησιασμό, έκανες επίτηδες αναριθμητισμό στο καπέλο σου, δεν ήσουν κουρεμένος κλπ – έπρεπε να συνοδεύεσαι από τον κηδεμόνα σου.
Σε τέτοιες περιπτώσεις θυμάμαι τη «γλυκιά» μου Μάνα με ένα τσόκαρο στο χέρι και «γκαπ» στην πλάτη «…για να γίνεις άνθρωπος. Όλη μέρα μπάλα στην αλάνα του Ζούρκα, πας για τα 14 και μας ντροπιάζεις ακόμα». Δεν προλάβαινε δεύτερη, γιατί γινόμουνα καπνός.  Και το βράδυ δώστου χάδια κατήχηση για να «φρονιμέψω». (Ο φίλαθλος πατέρας σύμμαχος μου, σε αντίθεση με αυτούς των φίλων μου). Τώρα αν ένας καθηγητής στραβοκοιτάξει μαθητή, που καπνίζει στο προαύλιο, ή τον παρατηρήσει για ανάγωγη συμπεριφορά, παίρνει τηλέφωνο στο κινητό την παρέα του και το πρωί υπάρχει κατάληψη για καμιά εβδομάδα. Τα μεσημέρια δε, εμείς οι γονείς, τους πηγαίνουμε φαγητό, γιατί αυτά δεν ευκαιρούν, φυλάσσουν …«Θερμοπύλες». Αμ και οι παρελάσεις των απανταχού θηλέων που στο ντύσιμο δεν διαφέρουν από πασαρέλα; Τα φέρνω από δω, τα φέρνω από κει, τελικά ψηφίζω … «Ταλιμπάν» , «κατακέφαλα» και «τσοκαριές».

Share
Divider Graphics
~Αγρίνιο...Γλυκές Μνήμες~