Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

Ο Σφέρδεκλος...


...απ' την Πλατεία Χατζοπούλου.


του Κώστα Μπούτιβα.


Εκείνη η αναμονή, ήταν μαρτύριο εκεί κάτω στην Πλατεία Χατζοπούλου.
Καμμιά φορά περνούσε και τις δύο ώρες αν τύχαινε την τελευταία στιγμή να χάσεις το αστικό. Και που τότε λεφτά, τέλη δεκαετίας του '70, στα γυμνασιακά μας χρόνια τα φτωχά.
Έτσι μας έτρωγε το καθούρι στην πλατεία, αφού δεν είχαμε και άλλη επιλογή.
Ήτανε και το καφενείο του Θωμόπουλου, που έξω από την πόρτα του εστάθμευε το αστικό, μα τις πιο πολλές φορές ήταν γεμάτο, δεν χώραγες σχεδόν ούτε να μπεις. Και ευτυχώς που δίπλα απ' τον Θωμόπουλο ήτανε το κουρείο του Κουτρουμάνου με την συμβολική ονομασία: "Ο Γιεγιές".
Το μαγαζί με δύο τεράστιους καναπέδες, γινόντανε συχνά το καταφύγιό μας, μιάς και ο ιδιοκτήτης του ο Χρήστος Κουτρουμάνος ήταν καλοπροαίρετο ανθρωπάκι, κι εκτός αυτού, όλων των πατεράδων μας γνωστός.
Ο τελετουργικός αυτός κουρέας, κρατώντας το ψαλίδι του με τέμπο και κροταλίζοντάς το με ιδιαίτερο ρυθμό, αν δεν μιλούσε για πολιτικά, που ήταν της μόδας τότε στην μεταπολίτευση, θα εσιγόψελνε κάνα τροπάριο, με την ζεστή και μπάσα του φωνή.
Κι εμείς στους καναπέδες καθισμένοι, κάποτε-κάποτε κρατούσαμε το ίσο και κάπου-κάπου έτσι για πλάκα ρίχναμε κάνα κυριελέησον μαζί με σταυροκόπημα γερό.
Ωραία χρόνια, ωραίες πλάκες, άλλες εποχές.


Είχε ο κυρ-Χρήστος τότε για βοηθό του έναν διάολο, ένα παιδί για όλες τις δουλειές. Έναν μικροφτιαγμένο κακομούτσουνο αλητάκο, που όλοι το'ξεραν με το παρατσούκλι "Σφέρδεκλος".
Απροσδιόριστο από που έβγαινε το παρατσούκλι, όπως απροσδιόριστη ήταν η ηλικία του και τα λοιπά στοιχεία της ταυτότητας. Πληρώνονταν από τα πουρμπουάρ των πελατών, γιατί ο κουρέας εκτός από τις συμβουλές κι από σταυρούς, καντήλια, κολυμπηθρόξυλα και άλλα τέτοια εκκλησιαστικά, δεν του'δινε δεκάρα τσακιστή.
Μια μέρα που τον έστειλε για ξυραφάκια, σαπούνι σκόνη για το ξύρισμα και για κολόνια πέρα στην Πλατεία Στράτου, έπαιξε ο διαβολάκος σταυροκόνι τα λεφτά. Του'φερε τότε ο μπαρμπέρης τη βούρτσα ξεσκονίσματος στο κούτελο και είδε ο Σφέρδεκλος νταλίκα το αστικό. 
Έριξε πίσω μαύρη πέτρα ο μικρός και χάθηκε για πάντα απ' την πλατεία.


Προχθές το βράδυ σ' ένα τηλεοπτικό κανάλι, ήτανε κάποιος με μακριά μαλλιά και με γενειάδα άκρως περιποιημένη. Με πουκαμίσα πλουμιστή και με φουλάρι, μιλούσε άνετα για ανεξήγητα φαινόμενα, που ήταν το θέμα που επραγματεύονταν η εκπομπή.
Ήταν ο Σφέρδεκλος, ο σπόρος του κουρείου.
Λες διάολε να του'μεινε από την βούρτσα του κουρείου και βλέπει μια ζωή από τότε εξωγήινους;


Κώστας Μπούτιβας.

Το διήγημα είναι από την συλλογή του Κώστα Μπούτιβα: "ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ"
Μπορείτε να βρείτε το βιβλίο στο: 
http://kastrinos.pblogs.gr/




Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ...(2)



Καλοκαιράκι...και ας συνεχίσουμε την βόλτα μας στα παλιά σινεμά της πόλης μας...ας φέρουμε στο μυαλό μας εικόνες και πρόσωπα που δεν υπάρχουν πια....κι όμως είναι βαθιά χαραγμένa στο μυαλό μας γιατί είναι συνδεδεμένa με την ανεμελιά της νιότης μας.

"ΕΛΛΗΝΙΣ"



1983

 Φωτογραφία από τα εγκαίνια του κινηματογράφου "ΕΛΛΗΝΙΣ", το 1952.
Ο Παπαποστόλης με τον ιερέα Κατερινόπουλο, ο δήμαρχος Ανδρέας Παναγόπουλος, ο ιδιοκτήτης Νίκος Κονταξής και η Έφη Κονταξή, Κλεοπάτρα Κονταξή, Μαρία Στύλιου και Μαρία Καρακίτσου-Διαμάντη.


 Ποιός δεν θυμάται τον προπομπό των ταινιών, Ζάχο...




...και το καραβάκι την "ΕΛΛΗ", γεμάτο με την πραμάτεια του, που μας περίμενε έξω από τα σινεμά, τότε;

Από το αρχείο της Maria Rixinger


Εδώ, σ' αυτό το οικόπεδο, ψηλά στην Παπαστράτου, χτίστηκαν οι καλοκαιρινοί κινηματογράφοι "ΡΕΞ" και "ΟΛΥΜΠΙΟΝ", δίπλα στο σπίτι του Πέτρου Παπαπέτρου που φαίνεται στην φωτογραφία.




Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

Η ΟΔΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΧΩΡΑΣ


Στη γειτονιά του Αγίου Δημητρίου..


Της Ρέας Μητρονίκα-Καναρά
 
Η γειτονιά που ήταν το σπίτι μου στο Αγρίνιο βρίσκονταν στην οδό Μεγάλης Χώρας. Ο δρόμος αυτός άρχιζε από την πλατεία Χατζοπούλου, διέσχιζε όλη τη γειτονιά και κατέληγε στο Ζαπάντι, ένα χωριό που καλλιεργούνταν μόνο καπνά. Γι' αυτό το χωριό θα μιλήσουμε αργότερα.  

Σήμερα, όταν επιστρέφω στη γειτονιά μου, όπου τώρα βρίσκεται το σπίτι των αδελφών μου, τρομάζω, γιατί τίποτα δεν μου θυμίζει την λουλουδοστολισμένη και κάτασπρη γειτονούλα μου.  
Τι να πρωτοθυμηθώ Θεέ μου; 
Τις λουλουδοστολισμένες αυλές και κήπους; Τους κάτασπρους τοίχους, τα πολύχρωμα ξύλινα παραθυρόφυλλα, το κολαρισμένα κουρτινάκια; Τους υπέροχους ασήμαντους ανθρώπους; Εκεί όλα τα σπίτια ήταν ένα, ο πόνος όλων ενώνονταν, η χαρά του ενός χαρά όλων και η λύπη του ενός μοιράζονταν σε όλους μέχρι να εξαφανιστεί.


 

Σε απόσταση 500 μέτρων από το σπίτι μας ήταν ο φούρνος του μπάρμπα-Βασίλη. Στεγάζονταν στο ισόγειο ενός μεγαλοπρεπούς σπιτιού, του σπιτιού των Μποκωραίων που ήταν παλιά και μεγάλη οικογένεια. Το μπροστινό μέρος του φούρνου ήταν καλυμμένο από μια μεγάλη τζαμαρία της οποίας τα παράθυρα ανεβοκατέβαιναν. 
 Στο εσωτερικό του φούρνου και στην προέκταση του ύψους της τζαμαρίας, ήταν ένας τεράστιος ξύλινος χοντρός πάγκος με δύο "πατώματα".  
Στο κάτω πάτωμα έμπαιναν τα ταψιά με τα φαγητά άψητα, στο πάνω μέρος έμπαιναν τα ταψιά με τα φαγητά ψημένα και τα ψωμιά τα φρεσκοψημένα.  
Ποτέ άλλοτε στη ζωή μου δεν είχα αυτή την απόλαυση της όσφρησης, όσο στο φούρνο του μπάρμπα-Βασίλη. Επίσης μου έκαναν τρομερή εντύπωση τα τεράστια κούτσουρα που ήταν στοιβαγμένα έξω και που ο μπαρμπα-Βασίλης από το ξημέρωμα τα έβαζε στο φούρνο για να τον κάψει.
Για μένα όλα αυτά ήταν πηγή απόλαυσης· γι' αυτό όταν γύριζα από το σχολείο το μεσημέρι, άφηνα την τσάντα μου και έτρεχα στο φούρνο με μιάμιση δραχμή στο χέρι για να πάρω τη φρατζόλα το μοσχομυριστό ψωμί κάτω από τη μασχάλη του ενός χεριού ενώ με το άλλο άνοιγα ένα μικρό τούνελ στην άκρη της φρατζόλας.


 

Ένα άλλο εντυπωσιακό μαγαζί ήταν το τσαγκαράδικο του μπαρμπα-Νίκου, κάνα-δυο σκαλοπάτια χαμηλότερα από το επίπεδο του δρόμου.
 Όταν έμπαινες μέσα από τη μικρή τζαμένια πόρτα του, Θεέ μου, τι ήταν αυτό που αντίκρυζες; Μια θάλασσα από παπούτσια. Άρβυλα, μπότες, σκαρπίνια, ψηλοτάκουνα γυναικεία παπούτσια σε όλα τα χρώματα και σχέδια. 
 Ανάμεσα σ' αυτή την παπουτσοθάλασσα ο καπετάνιος κυρ-Νίκος με τα χοντρά μυωπικά γυαλιά του και ποδιά κρεμασμένη από το λαιμό του στην οποία δεν δέσποζε κανένα συγκεκριμένο χρώμα, παρά ήταν ένα πάτσγουερκ από χίλια βερνίκια.  
Στο ένα χέρι του κρατούσε το σφυρί και παίρνοντας πρόκες από το χοντρό τραπεζάκι, που στο επάνω μέρος του είχε χωρίσματα διαφόρων μεγεθών, κάρφωνε σόλες.Τακ-τακ το σφυρί, ανακάτευε τα πετσιά, συναρμολογούσε, έραβε και στο τέλος σήκωνε το τέλειο δημιούργημά του στο ύψος των ματιών του και καμάρωνε τραγουδώντας τραγούδια του Καζαντζίδη, που ακατάπαυστα τον συνόδευε από το τρανζίστορ στον πόνο και τον κόπο της ζωής του.  
Εάν δεν αποσπούσες τα μάτια σου από τον κυρ-Νίκο και κοίταζες τους τοίχους, εκεί πια έβλεπες το "Σινεμά ο Παράδεισος". Τι Μαίριλυν Μονρόε στην ανεπανάληπτη φωτογραφία της με το σηκωμένο κόκκινο φουστάνι, το πλατινέ μαλλί και το φοβερό της χαμόγελο και στο πάνω μέρος των χειλιών της να στέκεται περήφανη η μικρή ελίτσα, τι Φρανκ Σινάτρα, τι Άβα Γκάρντνερ, τι Σοφία Λόρεν με το ανεπανάληπτο μπούστο της, τι Υβόν Σανσόν, τι Κλαρκ Γκέιμπλ με το στραβό του μάγκικο χαμόγελο, ενώ στη μέση δέσποζε η «Χοντρή με το Ζαχαρία» στο εξώφυλλο του «Θησαυρού».
 

Θεέ μου, τι ανεπανάληπτο σχολείο ήταν η κάθε γωνιά αυτής της γειτονιάς.


 

Απέναντι από το τσαγκαράδικο του κυρ-Νίκου ήταν το «Καφενείο ο Σωτήρης». 
 Η επιγραφή του μαγαζιού στο πάνω μέρος της πόρτας ήταν πράσινη με διάφορα λευκά και ροζ λουλουδάκια, ζωγραφισμένα από κάποιον απλό ζωγράφο, με όλη όμως τη λαϊκή αυτούσια νοοτροπία· ανάμεσα στα λουλούδια και τα πουλιά της επιγραφής το όνομα «Σωτήρης».
Κατακάθαρο το πάτωμα από τσιμέντο, σκουπισμένο και πλυμένο από την χοντρή κυρα-Σωτήραινα, ενώ τα σιδερένια στρογγυλά τρίποδα μπλε τραπεζάκια με τις ψάθινες καρέκλες, περίμεναν κάθε μέρα τους ίδιους πελάτες, που με το μικρό ποτηράκι με το ούζο γίνονταν με τη φαντασία τους, αυτό που δεν κατάφεραν να γίνουν πραγματικά. 
Ο κυρ-Σωτήρης με την τρυπητερή φωνή έκανε όλες τις πολιτικές αναλύσεις της εποχής και φαντάζονταν ότι αν ήταν δικηγόρος, ή βουλευτής, ή υπουργός, μια χαρά θα τα κατάφερνε με την άνεση του λόγου που διέθετε.
 

Τι απλοί και ευτυχισμένοι άνθρωποι, που μπορούσαν μες την απλότητα της ζωής να βρίσκουν την ευτυχία τους!!!
 

Όταν έμπαινε ο Μάης, στη γειτονιά μας άρχιζε ένα ασταμάτητο πήγαινε-έλα στο δρόμο από το πρωί ίσαμε το βράδυ.  
Το πρωινό άρχιζαν τα μπουλούκια των εργατών, ντυμένοι με το πολύχρωμα ρούχα τους και τα απαραίτητα μαντίλια στο κεφάλι, να πηγαίνουν προς το Ζαπάντι όπου γίνονταν η καλλιέργεια των καπνών. 
 Δεν μπορείτε να φανταστείτε τη γραφικότητα αυτών των ανθρώπων που συζητώντας και κάνοντας με τα χέρια τους διάφορες συνοδευτικές κινήσεις σου έδιναν την εντύπωση ότι συμμετείχαν σε ένα τεράστιο θέατρο όπου έπαιζε ο καθένας τους το ρόλο της ζωής του. 
Εγώ όπως τους έβλεπα ένιωθα ότι έπρεπε να τους χειροκροτήσω, τόσο πετυχημένοι ήταν στο σύνολο τους.  
Μετά από κάποια ώρα όταν τελείωνε η παρέλαση των μπουλουκιών ακολουθούσαν τα διάφορα ρεσιτάλ. 
 Πρώτος και καλύτερος ο Αγγούρης καθισμένος πάνω στο κάρο του που το έσερνε ένα γερασμένο αλογάκι που πάντα το κεφαλάκι του ήταν στολισμένο με κάποιο χλωρό κλαράκι, ενώ πάνω στο κάρο ήταν τοποθετημένα 5-6 καφάσια με τη σοδειά του κήπου του Αγγούρη.  
Φώναζε ο Αγγούρης τα μανάβικα του και στο τέλος κάδε διαφήμισης των προϊόντων του ακούγονταν η επωδός «Αγγούριαααα» - εξ' ου και το όνομα που του είχαμε βγάλει-. 
 Γραφικός και καλοσυνάτος επέμενε να συγκεντρωθεί η παρέα μας και να του ζητήσουμε να κρεμαστούμε στο κάρο του. Όταν το ζητούσαμε και μας έδινε το ΟΚ κρεμιόμασταν σαν τσαμπιά σταφυλιών ανάμεσα από τις αραιές σανίδες του κάρου και μας πήγαινε τη βόλτα μας· μετά γυρίζαμε την ανηφόρα φωνάζοντας και αλαλάζοντας ευχαριστημένα και χαρούμενα.


 

Ένα άλλο πρόσωπο που μου έκανε εντύπωση στην παιδική μου ηλικία ήταν ο γανωτζής. 
Ερχότανε κι αυτός σαν τα χελιδόνια την άνοιξη, έσπρωχνε απαλά την αυλόπορτα μας και έμπαινε στην αυλή μας κουβαλώντας στην πλάτη του ένα μεγάλο μαύρο σακί.
Φώναζε στη μαμά μου, "κυρα-Βασιλική ήρθα", απίθωνε το σακί του στην πεζούλα, έπαιρνε μια βαθιά ανάσα και περίμενε τον καφέ που ήξερε ότι οπωσδήποτε θα του ετοίμαζε η μαμά μου. Όταν ο καφές ερχότανε, κάθονταν η μαμά κοντά του και εκείνος άρχιζε να της εξιστορεί τις δυσκολίες της οικογένειάς του κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Τελείωνε τη διήγηση του με ένα «Δόξα σοι ο θεός» και μετά η μαμά μου του έφερνε όλα τα χαλκώματα που είχε για στίλβωμα. 
Εκείνος με ιερή προσήλωση στο κάθε χάλκωμα εξέταζε την κατάστασή του και μετά άρχιζε το ατελείωτο τρίψιμο των χαλκωμάτων. Έτριβε-έτριβε και στο τέλος το χάλκωμα μεταμορφώνονταν στα χέρια του σε ένα πραγματικό κόσμημα. Το κοίταζε γεμάτος ικανοποίηση, περίμενε και την ανταπόκριση της κυράς και μετά φορτώνονταν το σακί του, έλεγε την καλή του κουβέντα και συνέχιζε, αυτός ο τιτάνας της ζωής, τον ατέλειωτο δρόμο της βιοπάλης.
 

Πολλές φορές σήμερα όταν κατεβαίνω στο Μοναστηράκι και βλέπω διάφορα παιδάκια να χορεύουν στο δρόμο για να εισπράξουν κάτι από τους περαστικούς, σαν κινηματογραφική ταινία έρχεται στο μυαλό μου η γυφτοπούλα η Χρυσούλα που κάθε πρωί Κυριακής έρχονταν στην αυλή μας μαζί με τον αγαπημένο της τον Αντρέα.  
Ο Αντρέας ένα παλικάρι 18 χρονών χτυπούσε το μικρό του ταμπούρλο και η Χρυσούλα λικνίζονταν σα μικρή λυγαριά, τόσο όμορφα και τόσο γλυκά που νόμιζες ότι δεν ήταν άνθρωπος αλλά κάποιο μικρό ξωτικό που ξέφυγε από το δάσος και ήρθε να περιγελάσει τους ανθρώπους που ήταν τόσο άκομψοι και χοντροκομμένοι. 
Θεέ μου πόσο βαθιά έχει χαραχτεί μέσα στο μυαλό μου η χάρη και η ομορφιά αυτής της μικρής νεραϊδούλας.
 

Όμως σ' αυτή τη γειτονιά, όπως γενικά και στη ζωή, συνέβαιναν δυστυχώς και δυσάρεστα και επειδή όλοι ήταν μια τεράστια οικογένεια, το κάθε μέλος έπαιρνε και το μερτικό του ανάλογα με την ευαισθησία του.  
Εγώ σαν παιδί με το θάνατο δεν είχα καθόλου καλή σχέση γιατί ήταν κάτι που δεν το καταλάβαινα -και ακόμη δεν θέλω να το καταλάβω-. 
Σκεφτείτε λοιπόν την αντίδρασή μου όταν κάποια μέρα γυρίζοντας από το σχολείο, βλέπουμε με τ' άλλα παιδιά, το σπίτι της Ρηνούλας, της κοπέλας του Γυμνασίου που όλοι θαυμάζαμε, ανοιχτό με ένα μαύρο παραπέτασμα στην πόρτα και κόσμο πολύ να συνωστίζεται στην είσοδο.
Παραξενευτήκαμε και γεμάτοι περιέργεια για το τι συνέβαινε, σπρώξαμε από δω, στριμωχτήκαμε από κει και φτάνουμε στη μεγάλη σάλα του σπιτιού.  
Χριστέ μου εκεί αντικρίζουμε κάτι που δεν θα το ξεχάσω οε όλη μου τη ζωή. Η Ρηνούλα ξαπλωμένη σε ένα ξύλινο κουτί, όμορφη σα νεράιδα με το ολόλευκο φόρεμά της, στα κατάξανθα μαλλιά της λουλούδια, αλλά το πρόσωπο της σαν από κερί. 
Φοβήθηκα αφάνταστα και το μόνο που ένιωσα ήταν το συναίσθημα της φυγής. Βγαίνω έξω γρήγορα και άρχισα να τρέχω. 
Φτάνω στο σπίτι μου, κλείνω την πόρτα μου και τρέχω στο δικό μου παράθυρο, που είχα τη φωλιά μου. Κάθομαι εκεί ενώ αισθάνομαι ότι κάτι με απειλεί, μια δύναμη που δεν μπορώ να την εντοπίσω. 
Ποτέ δεν κατάφερα να ξεπεράσω αυτή την παγωμένη απειλή γι' αυτό αποφεύγω πάντα να κοιτάζω το "νεκρό", με απωθεί και με τρομάζει, όχι το πρόσωπο, αλλά ο θάνατος με τον οποίο δεν μπόρεσα ποτέ να συμβιβαστώ.
 _________  

Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Ρίζα Αγρινιωτών"  (τεύχος 74)
Η πρώτη φωτογραφία είναι του Ντίνου Τσιρογιάννη.



Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

ΣΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ...


1946

Καπνεργάτες έξω από το Εργατοϋπαλληλικό Κέντρο Αγρινίου.
Διακρίνονται οι: Γ. Ιωάννου, Ηλ. Ντούβας, Ευάγγ. Τσοπάνογλου, Κ. Μακρής, Κτενάς, Λάκης Μπαρχαμπάς.

Αρχείο Ευάγγ. Τσοπάνογλου

Δεκαετία του '50

Στο βήμα ο Πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Δημήτρης Καρύτσας.

Αρχείο Πάνου Καρύτσα

Αρχείο Πάνου Καρύτσα

Δεκαετία του '50
Στο βήμα ο Χαράλαμπος Μακρής.

Αρχείο Πάνου Καρύτσα



Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

ΕΤΣΙ ΤΑΞΙΔΕΥΕ Ο ΚΑΠΝΟΣ....


....του Αγρινίου σ' όλο τον κόσμο.


ΑΦΙΣΣΑ του 1930




Τότε που αγοράζαμε τσιγάρα...χύμα!!




Και τσιγαρόχαρτα που διαφημίζουν τα καπνά Αγρινίου.






Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

ΠΡΟΤΟΜΗ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ - ( Ο δικός μου Κ. Χατζόπουλος )


Δοκίμιο του Αγρινιώτη ποιητή Πάνου Καπώνη... 

 

 

...που δημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό «Tο Δέντρο»


Μια παλιά, μετά το 1920, κιτρινισμένη έκδοση, (από εκείvες πoυ επιμελήθηκε o Κ.Θεoτόκης), στηv βιβλιoθήκη τoυ Πατέρα μoυ, ήταv τo πρώτo πoιητικό βιβλίo, πoυ ξεφύλλιζα στα μαθητικά μoυ χρόvια, στo σπίτι μoυ στo Αγρίvιo:
 
ΚΩΝΣΤΑΝΤIΝΟΥ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ "ΑΠΛΟI ΤΡΟΠΟI" 
ΕΚΔΟΤIΚΟΣ ΟIΚΟΣ "ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ" ΕΝ ΑΘΗΝΑIΣ. 
ΑΦIΕΡΩΝΟΝΤΑI ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ ΤΟΝ ΠΟIΗΤΗ ΚΑI ΦIΛΟ.


Κι αυτό τo ξεφύλλισμα ήταv, σαv μια αέναη περιπλάvηση στηv πρωιvή oμίχλη της Τριχωvίδας Λίμvης, τoυ Πάρκoυ, τωv δρόμωv εκείvης της παλιάς επαρχιακής μας πόλης τωv εφηβικώv χρόvωv, πoυ oδήγησε - αργότερα -στηv απoκωδικoπoίηση της υπαρξιακής συvvεφιάς πoυ έκλειvαv oι στίχoι τωv "απλώv τρόπωv": " ή ζωή είvαι έvα κύμα ας το φέρει όπoυ θέλει το αέρι, όπoυ ξέρει το αέρι".-

Σαv τo "πoταμάκι πoυ διαβαίvει τραγoυδιστό μες τηv ερμιά", όπως έγραφε στov Χατζόπoυλo o Λ.Πoρφύρας (1897), ήταv αυτή η περιπλάvηση.

Σαv τηv πρoτoμή, θα πρόσθετα σήμερα, τoυ πoιητή, πoυ τηv θυμάμαι στηv oμώvυμη πλατεία, αvάμεσα στo σπίτι τoυ παππoύ μoυ και τo πατρικό σπίτι τoυ Κ.Χατζόπoυλoυ (πριv τo γκρεμίσoυv), με τηv ροζ απόχρωση, και πoυ κατάvτησε έvα πρωί vάvαι στημέvη μες τηv πρωινή oμίχλη τoυ πάρκoυ.

Αυτή η περιπλάvηση-διαδρoμή λoιπόv, ταυτίστηκε συvειρμικά με κάπoιες λέξεις όπως : "ερμιά", "φθιvόπωρo", "χαμέvo", "σβηστό", "αχvό", "ισκιερό", "βράδυ"...πέρα από φιλoλoγικές αvαλύσεις, δεικτικές μόvo σχoλαστικότητας, (ας πoύμε "...εμφαvής στρoφική συμμετρία... ή ...εvαλλαγές oξύτovωv με παρoξύτovα..."), λέξεις πoυ κάτω από τov έvτovo συμβoλισμό τoυς, απoκαλύπτoυv τηv ευαισθησία και τρυφεράδα μιας πvευματικής πρoσωπικότητας, ζυμωμέvης με τo κλίμα τoυ Αγριvίoυ, πoυ "...ζει τις περισσότερες μέρες τoυ χρόvoυ κάτω απo συvvεφιά κι από βρoχή..." (παρατήρηση Π.Δήμα πoυ αvάφερε o Ν.Βρεττάκoς στo περιoδικό "Κόσμoς,Επιστήμη & Ζωή" 48/1960).

Αυτό τo "κλίμα", μπαίvει ως βάση στo όλo σμίλευμα τoυ αγρινιώτη πoιητή και πεζoγράφoυ, διαμoρφώvovτας όμως - όπως και σε άλλoυς αγριvιώτες πoιητές, λoγoτέχvες και γλύπτες - μια στέρεη ψυχική στάση, πoυ τov ακoλoυθεί στις πvευματικές και ιδιoλoγικές περιπλαvήσεις τoυ, με μια λεπτή, φαιvoμεvικά εύθραυστη, αισθητική, σε εικόvες επεξεργασμέvες με τηv δυτική vooτρoπία, αλλά πoυ παραμέvoυv ιδιόρρυθμα ελληvικές.

Τα "Λυκoρράχια" (τo oικoγεvειακό κτήμα και μετέπειτα Παπαστράτειo Δημoτικό Πάρκo) μαζί με τις συvvεφιές, τα έσερvε μαζί τoυ o Χατζόπoυλoς.

Τα σε δεύτερo επίπεδo ρoμαvτικά στoιχεία τoυ έργoυ τoυ, "σβύvoυv" από τηv "υγρή" πραγματικότητα της σαρκαστικής και ειρωvικής συμπεριφoράς τoυ, πoυ εκδηλώvovται με τηv φάρσα, πoυ λειτoυργεί ως έκφραση δημιoυργικής αvάγκης, ως "...έργo φαvτασίας και αισθήματoς...", όπως έγραφε o Π.Νιρβάvας στo "Ο Χατζόπoυλoς ως φαρσέρ".

Τoύτo λoιπόv τo κλίμα, με τηv ευρωπαϊκή τoυ εκλέπτυνση, o πoιητικός ευαίσθητoς ψυχισμός τoυ με τις ρεαλιστικές τoυ σταθερές, η πρoσωπική τoυ ιδεoλoγική σoσιαλιστική στάση και η αμυvτική τoυ σκωπτικότητα, διαμόρφωσαv "...τη διφυία τoυ αvθρώπoυ και τoυ έργoυ..." (Κ.Τριαvταφυλλίδης:"Ακρoβασία" 1994), μια ιδιάζoυσα δηλαδή πvευματική πρoσωπικότητα, πoυ " τ' όvoμά τoυ θα μείvει αθάvατo στηv ιστoρία τωv ελληvικώv γραμμάτωv" κατά τov Κ. Θεoτόκη.

'Εvαv πoιητή, πoυ αvέδειξε με τηv ζωή τoυ συμβoλιστικά, τηv oμoρφιά και τηv αρμovία, όχι ως περιγραφή, αλλά ως επιδίωξη, ως επάλληλη διάσταση μιας γλυκιάς αίσθησης εvός ιδεατoύ μεv, αλλά πραγματoπoιήσιμoυ κόσμoυ, ως αvτιστρoφή τωv μελαγχoλικώv τoυ ήχωv σε αvταvακλάσεις φωτός, χωρίς όμως vα υπερβατεί έξω απo τα όρια τωv πραγματικώv γεγovότωv.

Με τov αvτικατoπτρισμό της φύσης, σε πρoβoλές μεγαλύτερες απ' τις διαστάσεις της, έδειξε τηv ψυχική τoυ τάση για τηv επίτευξη μιάς πoρείας, πoυ θα oδηγoύσε τov άvθρωπo σε φωτειvότερα μovoπάτια, μέσα απ' τηv αγάπη, στηv ίδια τηv oυσία πoυ ενυπάρχει στo βάθoς της αvθρώπιvης ψυχής και πoυ θα μπoρoύσε vα τηv εντάξει με ακρίβεια στηv κεvή θέση της, στηv κoσμική αρμovία.

Οι αvτιθέσεις στov Χατζόπoυλo, λειτoυργoύv ελκτικά πρoς τov παραπάvω στόχo. Τα χρώματα, ξεπετάγovται από τo αβέβαιo ή τo μυστηριώδες πρoβάλλει χρωματικά, ως μήvυμα, για έvαv άλλo κόσμo, όχι απτό, αλλά άυλo, τov oπoίo όμως αισθαvόμαστε, μας πιρουνιάζει τα κόκαλα, μας υγραίvει τo σώμα και τov βλέπoυμε πρισματικά, μέσα από τα σωματίδια της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, πoυ ως oμίχλη περvάει απo πάvω μας.

Εκείvo όμως, πoυ θέλω vα τovίσω μ'αυτό τo δoκιμιακό σημείωμα, είvαι ότι, αφετηρία στηv ψυχή τoυ δικoύ μoυ Χατζόπoυλoυ, στάθηκε αυτό τo ρίγoς πoυ αισθαvόταv μέσα τoυ, όταv o περιβάλλων χώρoς σκαπάζovταv "αχvά" απ' τις φευγαλέες εικόvες τωv παιδικώv τoυ χρόvωv στηv oμίχλη, περιβάλλον, πoυ σηματoδότησε τις περιπλαvήσεις τoυ στo "κoσμoγovικό άπειρo", πέρα απ' τo αισθητά oρατό τoυ κόσμoυ, σε μια πρoσπάθεια ψυχικoύ, αισθητικoύ και ιδεoλoγικoύ εξαvθρωπισμoύ, όπως o ίδιoς χαρακτηριστικά εξωτερικεύει στις φράσεις εvός γράμματός τoυ τo 1914 (Ν.Εστία 743/1958):


"Ο άvθρωπoς γίvεται κάθε μέρα πιο άvθρωπoς κι όταv τov αγαπoύμε, πρέπει vα βoηθoύμε vα γίvεται oλoέvα περισσότερo πιο άvθρωπoς".

ΠΑΝΟΣ ΚΑΠΩΝΗΣ

Το δοκίμιο αυτό γράφτηκε πριν η Δημοτική Αρχή Αγρινίου τοποθετήσει νέα προτομή του ποιητή στην ομώνυμη πλατεία το 2007.


Σχετικές αναρτήσεις: ΕΤΟΣ ΚΤΙΣΕΩΣ 1868..., "ΟΔΟΣ ΔΩΡΙΜΑΧΟΥ", ΠΑΝΟΣ ΚΑΠΩΝΗΣ





Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΟΣ (4)


Δεξιά της  πανοραμικής άποψης του Σιδηροδρομικού Σταθμού, διακρίνονται τα βοηθητικά κτίρια, η αποθήκη, ο υδατόπυργος και το μηχανοστάσιο.





Εδώ τα βοηθητικά κτίρια από το φωτογραφικό αρχείο του Κώστα Πατρώνη, όπως τα δημοσίευσε σε άρθρο της η εφημερίδα "ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ".





Η Αποθήκη



Ο Υδατόπυργος



Το Μηχανοστάσιο





Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ...


....μιάς άλλης εποχής.

Στην κεντρική πλατεία είχαν το εστιατόριό τους τα αδέλφια Μανώλης και Μήτσος Ψαρράς. "ΤΟ ΚΡΟΝΙΟΝ" ήταν η ονομασία του, αλλά όλοι το ξέραμε με το όνομα των ιδιοκτητών.
Το εστιατόριο λειτουργούσε στο Αγρίνιο από την δεκαετία του '30 και τον ιδιοκτήτη του, τον μπάρμπα-Νίκο Ψαρρά με τον ναργιλέ, θα τον θυμούνται μόνο οι πιο παλιοί. 

Οι αδελφοί Ψαρρά μπροστά στο εστιατόριό τους.


Η πιο κάτω φωτογραφία αποθανατίζει "την παλιά φρουρά" των Αγρινιωτών επαγγελματιών, μέσα στο εστιατόριο του Νίκου Ψαρρά. 
Διακρίνονται οι: Παρθένης, Μάλκος, Ζήνας, Μυστακίδης, Τσούνης. Όρθιος στην μέση, ο Νίκος Ψαρράς.

 

Πηγή: Αρχείο Νικολέττας Ψαρρά-Κάκκου
          Περιοδικό "ΡΙΖΑ".



Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ...


Δεκαετίες του '60, '70, ....

Ο σινεμάς...
Από τις λίγες αφορμές να φορέσουμε τα "καλά" μας, να φύγουμε μία ώρα νωρίτερα από το σπίτι από την έναρξη της παράστασης, να φέρουμε δυό-τρεις βόλτες στην Παπαστράτου, το νυφοπάζαρο, και μετά να ξεχαστούμε κοιτάζοντας εκστασιασμένοι το μεγάλο πανί...
Ταινίες με  τον Τζέρυ Λιούις και Λουί ντε Φινές, με Αλαίν Ντελόν και Ζαν Πωλ Μτελμοντό, με Έλβις Πρίσλεϋ και Φρανκ Σινάτρα, με Τζον Γουέην και Λη Βαν Κλιφ...
Πόσες φορές κλάψαμε με τον Νίκο Ξανθόπουλο και τον Βασίλη Καΐλα, την Μάρθα Βούρτση και την Άντζελα Ζήλια και με τις αγαπημένες των μανάδων μας Χούλια Κότσγιγιτ και Ναργκίς;

"ΠΑΝΘΕΟΝ"


Και τα καλοκαίρια...
Αγαπημένη συυνήθεια, κάτω από τον έναστρο Αγρινιώτικο ουρανό με τις καρέκλες απλωμένες στο χαλίκι και με..."λεμονάδες, πορτοκαλάδες, στραγάλια, πασατέμπο.." 

Κατά καιρούς στο Αγρίνιο λειτουργούσαν αρκετοί κινηματογράφοι.

Από Χειμερινούς...


"ΘΕΣΠΙΣ", επί της Αναστασιάδη το 1930, ιδιοκτησίας Γιάννη Αμπέση.
"ΤΙΤΑΝΙΑ", επί της Σαλάκου το 1933, ιδιοκτησίας Μάνθου Καζαντζή.

"ΑΤΤΙΚΟΝ"

"ΑΤΤΙΚΟΝ" και "ΔΙΟΝΥΣΙΑ", επί της Σαλάκου μέχρι το 1956, ιδιοκτησίας Δαλιάνη και Κονταξή.
"ΠΑΛΛΑΣ", μεσοτοιχία με το "ΤΙΤΑΝΙΑ", επί της Σαλάκου από το 1951 έως το 1975, ιδιοκτησίας αδελφών Τσιτσιμελή.
"ΟΛΥΜΠΙΟΝ", επί της Παπαστράτου το 1960, ιδιοκτησίας Κώστα Βοσκόπουλου και αδελφών Χατζή.
"ΙΝΤΕΑΛ", επί της Αναστασιάδη και Βότση μέχρι το 1975, ιδιοκτησίας Κώστα Βοσκόπουλου.
"ΕΝΤΕΛΒΑΪΣ", επί της Χαριλάου Τρικούπη την δεκαετία του '60, ιδιοκτησίας Σωτήρη Κατσίκη.


Από Καλοκαιρινούς...

"ΔΙΟΝΥΣΙΑ", επί της Σαλάκου δίπλα από το "ΑΤΤΙΚΟΝ" το 1937, ιδιοκτησίας Πολύζου και Χολιασμένου και μετά Δαλιάνη και Κονταξή.
"ΕΣΠΕΡΟΣ", επί της Ηλία Ηλιού το 1948, ιδιοκτησίας Σπύρου Τσικνιά.

"ΡΕΞ"

"ΡΕΞ", επί της Παπαστράτου από το 1946 μέχρι το 1975, ιδιοκτησίας Μουστακόπουλου, Παπαλάμπρου, Πετρόπουλου και μετά αδελφών Τσιτσιμελή.
"ΠΑΝΘΕΟΝ", επί της Παπαστράτου από το 1960 μέχρι το 1975, ιδιοκτησίας Βοσκόπουλου.
"ΡΙΑΛΤΟ", απέναντι από το Πάρκο δεκαετία του '60, ιδιοκτησίας αδελφών Γεωργίου.
"ΑΚΡΟΠΟΛ", επί της Ιωνίας στα σύνορα Αγίου Κων/νου και Αγρινίου, ιδιοκτησίας Γιώργου Βελούδα.
"ΕΝΤΕΛΒΑΪΣ", επί της Χαριλάου Τρικούπη την δεκαετία του '60, ιδιοκτησίας Σωτήρη Κατσίκη.
"ΕΛΛΗΝΙΣ", επί της Μπότσαρη, ιδιοκτησίας Κονταξή.

Και μετά....


Μετά... στα μέσα της δεκαετίας του '70, έκαναν δειλά-δειλά την εμφάνισή τους οι πρώτες τηλεοράσεις και οι σινεμάδες άρχισαν σιγά-σιγά ο ένας μετά τον άλλο να κλείνουν...


============================
============================




Κυριακή 12 Ιουνίου 2011

Ο μικρόκοσμός μας!!!



Κάθομαι στα σκαλοπάτια και «βλέπω» με τα μάτια της ψυχής, το πατρικό μου σπίτι.
Χαμηλό, πέτρινο, χτισμένο στην άκρη του δρόμου, στην περιοχή της Αγίας Τριάδας.
Ο δρόμος που περνούσε μπροστά από την πόρτα του, χωμάτινος και
 πνιγμένος στην λάσπη τον χειμώνα. Το δε καλοκαίρι, προσπαθούσαμε να «ηρεμήσουμε» την σκόνη με το λάστιχο.
Μια τεράστια κληματαριά που απλωνόταν στην ταράτσα του, έπαιζε το ρόλο μιας μεγάλης ομπρέλας, για να εμποδίζει τον ήλιο να κατακαίει την πλάκα του και το μεγάλο ντεπόζιτο νερού το ρόλο του ηλιακού θερμοσίφωνα….αλλά μόνο για την καλοκαιρινή περίοδο.
Τα παράθυρά του και οι πόρτες του ήταν πάντα ξεκλείδωτες το χειμώνα και ορθάνοιχτες το καλοκαίρι μέρα-νύχτα.
Δυο υπνοδωμάτια, μια κουζίνα και…ένα σαλόνι όλα κι όλα τα δωμάτιά του. Ένα σαλόνι που σπάνια χρησιμοποιούνταν, πάντα όμως τακτοποιημένο και έτοιμο να υποδεχτεί «…κανέναν ξένο…», όπως χαρακτηριστικά έλεγε η μαμά.
 Ένας χώρος σε αχρηστία και εμείς, τρία παιδιά, όλα μαζί σε ένα δωμάτιο. Εκεί διαβάζαμε, γύρω από ένα τραπέζι, εκεί κοιμόμασταν, εκεί παίζαμε….Αλλά το σαλόνι…σαλόνι!! Με το μικρό του μπαλκονάκι απέξω, που η διαφορά ύψους του από τον δρόμο ήταν μόλις δύο σκαλοπάτια.
Το σπίτι το αγκάλιαζε μια αυλή γεμάτη λουλούδια. Με μια τεράστια λεμονιά στο κέντρο της, που την θυμάμαι πάντα φορτωμένη με τους καρπούς της και πάντα ανθισμένη!
 Κάτω από τον ίσκιο της, τα καλοκαιρινά απογεύματα, φιλοξενούσε την σύναξη των γυναικών για καφεδάκι και κουβεντούλα, αφού πρώτα είχε καταβρεχτεί η αυλή «…ε! για να δροσίσει λίγο!!».
Εμείς τα παιδιά, της είχαμε "δανειστεί" δυο χοντρά της κλαδιά και είχαμε κρεμάσει την τρίχινη κούνια με κάθισμα ένα μαξιλάρι...Πόσες φορές είχαμε πέσει απ' αυτή την κούνια!!!

Και εκεί σε μια γωνία της αυλής το πλυσταριό!!!
Εκτεθειμένο στο λιοπύρι του καλοκαιριού και στην παγωνιά του χειμώνα. Με οροφή από τσίγκο και για πόρτα ένα πανί. Το πλυσταριό που το είχαμε μετατρέψει σε ένα κουκλόσπιτο!
Σανίδες πάνω στον ξύλινο τρίποδα, που χρησιμοποιούσε παλιά η μαμά για την σκάφη πλυσίματος, αραδιασμένα στη σειρά τα κουζινικά μας,( τα φλιτζανάκια της μαμάς με τα σπασμένα χερούλια), ενωμένες δυο παλιές καρέκλες χωρίς πλάτη για το κρεβάτι της κούκλας μας, και ένας ξεχαρβαλωμένος ξύλινος πάγκος με μαξιλάρια για το καθιστικό μας. 
Εκεί κλεινόμασταν με τις ώρες.
Φορώντας τα παλιά τακούνια της μαμάς και χτυπώντας τα στο τσιμέντο, τσίκι-τσίκι, παριστάναμε τις κυρίες, προσπαθώντας να αντιγράψουμε αυτά που βλέπαμε στις ταινίες, στους καλοκαιρινούς σινεμάδες.

Το «σπίτι» μας, που το σκουπίζαμε με ευχαρίστηση για να υποδεχτούμε τους δικούς μας καλεσμένους, την Μαρίτσα που για τις ανάγκες του παιχνιδιού την ονομάσαμε Μάριον, την Ευτυχία- Ιζαμπέλ, τον Λάμπρο- Τζιμ…
-Τοκ, τοκ, πάνω στο πανί…
Η πάνινη πόρτα άνοιγε κι άρχιζαν οι χαιρετούρες. 
- Ω!! Τι κάνεις χρυσή μου;
- Καλά γλυκιά μου, εσύ;…..Ματς, μουτς
- Το παιδί; Καλά; Ο άντρας σου;
- Μια χαρά, όλοι καλά...το παιδί κοιμάται…ο άντρας μου στην δουλειά…
Ο μικρόκοσμός μας!!!

Πολλές καλοκαιρινές βραδιές το πλυσταριό μετατρεπόταν σε σκηνή καραγκιόζη. Κεριά από μέσα, ένα λευκό σεντόνι μπροστά στην πόρτα και θεατές απ’ έξω όλα τα γειτονόπουλα. Καραγκιοζοπαίχτες τα μεγαλύτερα παιδιά με τις αυτοσχέδιες φιγούρες του Καραγκιόζη. Τα φώτα της αυλής σβηστά και η παράσταση άρχιζε. Γέλια, χειροκροτήματα και φωνές γέμιζαν την γειτονιά.
   ..........................................................................
-Κυρία, ψάχνετε κάποιον; Είστε καλά;
Η φωνή της κοπέλας με έκανε να αναπηδήσω.
Αλήθεια πόση ώρα βρίσκομαι εδώ στο κεφαλόσκαλο της πολυκατοικίας; Ρίχνω μια ματιά προς τον ουρανό, λες και μπορώ να διαβάσω την ώρα με την θέση του ήλιου. Το ρολόι μου, μου δείχνει ότι είμαι καθισμένη εδώ δύο περίπου ώρες.
-Όχι παιδί μου…να! σ’ αυτή τη θέση ήταν το πατρικό μου σπίτι και χάθηκα μες στις αναμνήσεις.
Στρώθηκε δίπλα μου και άπλωσε τα πόδια της.
-Κι εγώ εδώ γεννήθηκα, μένω στον τέταρτο. Σίγουρα μιλάτε για πολλά χρόνια πριν.
- Πενήντα και βάλε….. 

ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ 





Σάββατο 11 Ιουνίου 2011

Ο ΜΙΚΗΣ ΤΟ 1963....


....στο Αγρίνιο.

Με νεαρούς (τότε) Αγρινιώτες.
Διακρίνονται: Γ. Πιστιόλας, Γ. Δροσόπουλος, Ν. Γράψας, Π. Μπαρδάκης, Θ.Μ. Πολίτης, Αλ. Παπακωνσταντίνου, Γ. Πετρούλας, Σ. Κυλπάσης, Ν. Γιάγκας, Δ. Πατρινούδης.

Από το αρχείο του Θ.Μ.Πολίτη






Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011

ΑΡΝΟΥΜΑΙ


Να αδειάσεις τα συρτάρια σου, να πετάξεις την «σαβούρα», να βάλουμε  κάτι χρήσιμο μέσα…και τα κρατάς και κλειδωμένα!!!

Ναι, να το κάνω…αλλά ποιός αντέχει να ξαναθυμηθεί όλα αυτά που αντιπροσωπεύει το κάθε αντικείμενο  ξεχωριστά;

Τέλος πάντων…θα το κάνω…
………………………………………………..
Ένα πακέτο γράμματα δεμένα με κόκκινη κορδέλα. Κουτιά μεγάλα, μικρά, δυο τρία τετράδια, μικρά άλμπουμ με φωτογραφίες, τα ημερολόγιά μου, λευκά γάντια από την παρέλαση, χαρτιά…χαρτιά…χαρτιά, μπουκαλάκια από άρωμα - μερικά έχουν ακόμη μέσα -, τέσσερα μικρά κλειδάκια περασμένα σε μια ροζ κορδέλα -τι να ξεκλειδώνουν άραγε;-  δυο μαθητικά λευκώματα, δυο καρδούλες περασμένες σε μια λεπτή αλυσίδα, ένα μικρό λούτρινο αρκουδάκι….

Τι μου έκανες σήμερα;;;

Λύνω την κορδέλα που κρατάει δεμένα τα γράμματα…
Αποστολέας… ο πρώτος μου έρωτας…πόσα χρόνια πριν!!!
Παραλήπτης…εγώ…
Τώρα αν πω ότι δεν συγκινήθηκα θα πω ψέματα!!!
Αρχίζω να τα διαβάζω και μια γλυκύτητα με συνεπαίρνει.
Τα ξαναδένω… τα βάζω στην άκρη.

Ανοίγω τα κουτιά…
Ένα αποξηραμένο τριαντάφυλλο στο ένα…διατηρεί ακόμη το χρώμα του!!!
Το πρώτο λουλούδι που μου χάρισες!!! Τότε στο πάρτυ της Ρένας!!!
Δεν τολμώ να το αγγίξω…κι αν διαλυθεί;
Τρεις μικρούτσικες καρτούλες στο άλλο, αυτές με το κορδονάκι στη πάνω αριστερή γωνία.
«Σ’ αγαπώ» γράφουν όλες!!! Διαφορετικές όμως ημερομηνίες η κάθε μία…
Κι αυτές από σένα!!!
Μια ασημένια ταυτότητα στο τρίτο…τα αρχικά μας χαραγμένα στο μέσα μέρος και μια ημερομηνία…
Κι αυτή από σένα!!! 


 Ανοίγω ένα-ένα τα τετράδια…
Σκέψεις αποτυπωμένες στις σελίδες τους, συναισθήματα σε μορφή λέξεων, τα παράπονά μου, οι ανησυχίες μου…
Στιγμές, σκέψεις, συναισθήματα που νόμιζα ότι χάθηκαν, έσβησαν…κι όμως είναι εδώ. Είναι εδώ και μου έχουν στήσει καρτέρι…
Γυρίζω να βρω ημερομηνία… Αγρίνιο 1967…Αγρίνιο 1969… Αγρίνιο 1971…

Τα άλμπουμ τώρα…τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες. Με γύρισαν χρόνια πίσω…
Μαθήτρια στο Δημοτικό, γυμναστικές επιδείξεις, σχολικόν ενθύμημα με μένα καθισμένη στο θρανίο κρατώντας ένα μολύβι και πίσω μου ο χάρτης της Ελλάδας…
Εκδρομή στην Ντουγρί με το Γυμνάσιο, ανάμεσα στα λουλούδια στο Πάρκο με όλη την παλιοπαρέα, στην παρέλαση παραστάτις, απόκριες σε κάποια ντίσκο, Καθαρή Δευτέρα στην λίμνη, από την πενταήμερη του σχολείου στην Κέρκυρα…
Σιγομουρμουρίζω… «Χρόνια χελιδόνια που πετάξατε…»

Πιάνω στα χέρια μου τα ημερολόγιά μου. Α!!! αυτά ανοίγουν τα μικρά κλειδάκια που είναι περασμένα στην ροζ κορδέλα…
Κι εδώ…εδώ, αποτυπωμένη στις σελίδες τους η ψυχή μου!!!
Κάποια στιγμή πρέπει να «ντύσω» τα κείμενα με εικόνες και να τα δημοσιεύσω…μπα!!! όχι!!! Καμιά εικόνα δεν έχει τόση δύναμη όσο ο λόγος.

Ανοίγω τα μπουκαλάκια με τα αρώματα και τα μυρίζω…Κάθε άρωμα και διαφορετικές εικόνες, κάθε μπουκαλάκι και διαφορετικά συναισθήματα…

Τα μαθητικά λευκώματα…η αθωότητα στο μεγαλείο της!!!
« Ο κτήτωρ του λευκώματος…», « Τι εστί έρως;», « Τι εστί φιλί;»…
Τα ψευδώνυμα… «η ξανθιά γόησσα», «ερωτευμένη πριγκίπισσα»… και μετά η αποκάλυψη στην τελευταία σελίδα… « Βγάλτε τις μάσκες»!!!


Α!!! όλα κι όλα…
Αρνούμαι!!!
Αρνούμαι να αδειάσω τις αναμνήσεις μου στον κάδο!!!
Αρνούμαι να πετάξω «την σαβούρα», που μου λες ότι έχει κάνει κατάληψη στα συρτάρια μου!!!
Να την τακτοποιήσω, ναι!!!

ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ



Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

ΑΓΡΙΝΙΟ: ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ...


...χωρίς τηλεόραση.



Ζωή χωρίς τηλεόραση…Στιγμές γεμάτες ζωή..
Καθώς διανύουμε ακόμη μια φθινοπωρινή νύχτα, η ώρα έχει προχωρήσει αρκετά και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Βγαίνω στην αυλή και καθώς η δροσιά με συνεπαίρνει, ατενίζω τα αστέρια στον ουρανό. Να και ο αποσπερίτης… Πόσα χρόνια με γύρισε πίσω!
Πόσο διαφορετικά ήταν τότε τα βράδια μας. Πόσο αλλιώτικοι οι ρυθμοί μας. Χωρίς τηλεόραση αλλά γεμάτοι από νέα, πληροφορίες, βιώματα. Αναλογίζομαι μήπως ο πολιτισμός μας οδηγεί σε δρόμους παράξενους, αγχωτικούς και δαιδαλώδεις. Αυτό τουλάχιστον νιώθω όταν γυρίζοντας πίσω βλέπω την νεανική μου ζωή, πώς πέρασε χωρίς αυτό το κουτί που μπροστά του σήμερα περνάμε ατέλειωτες ώρες.
Κοντά της, χάσαμε την ανθρώπινη επικοινωνία, το ρομαντισμό, το ενδιαφέρον για το συνάνθρωπο. Και συνάμα αντικρίζουμε την ζωή με άλλο μάτι.  
Δεν αναφέρω τα καλά της γιατί με πνίγουνε αυτά που στερήθηκα έχοντας την μέσα στο σπίτι μου. Και πολλές φορές να υπάρχουν και δύο και τρεις τηλεοράσεις μέσα στο σπίτι. Θαρρεί κανείς ότι είναι μια εξάρτηση, κάτι σαν το κάπνισμα ας πούμε που δεν το θέλουμε αλλά επιδιώκουμε να χαθούμε, να ξεχάσουμε, να απομονωθούμε.

Στο χωριό που μεγάλωσα κάθε τετράγωνο είχε και ένα αντάμωμα. Έξω από την εκκλησία, δίπλα από το πηγάδι, στην μεγάλη σκαμνιά της γιαγιάς Άννας. Το δικό μας στέκι ήταν κάτω από την ακακία έξω από το σπίτι της γιαγιάς Μησιώς. Όταν το αντάμωμα ξεκινούσε πριν την δύση του ηλίου, οι νοικοκυρές έπαιρναν μαζί και τα εργόχειρα τους. Τα πλεκτά πουλόβερ για τον βαρύ χειμώνα, τα κεντήματα για τις ανύπαντρες κοπέλες.
  
Εκείνες που στερούνταν αυτή την σύναξη ήταν οι υφάντρες. Κάθε τόσο ακουγόταν το χτένι που χτυπούσε δυνατά τον ξύλινο αργαλειό για να τελειώσει το υφαντό της πριν την πιάσει ο χειμώνας και παγώσουν τα πόδια της. Ερχόταν στην παρέα όταν έπεφτε βαθύ σκοτάδι και το φώς της λιγοστής λάμπας δεν έφτανε ως τον αργαλειό της. 
Πόσο τυχερή νιώθω που έζησα αυτές τις μέρες, που ρούφηξα αυτές τις ώρες.
Μια μεγάλη οικογένεια η δική μας , συγκεντρωμένη κάτω από την ακακία της θείας Μησιώς.  Παράμερα τα παιδιά να παίζουν διάφορα παιχνίδια: κρυφτό, κυνηγητό, τα μήλα, το κορόιδο, τη μακριά γαϊδούρα. Όταν έπεφτε η νύχτα παίζαμε και το αγαπημένο μου:
Πόσα αστέρια έχει ο ουρανός
Πέντε και ένα
Γύρνα πάρε με κι εμένα.

Πολλές απ’ τις γιαγιάδες έπαιρναν μαζί τους και τη ρόκα κι έγνεθαν το μαλλί. Με αυτό θα έπλεκαν τις φανέλες για τους άνδρες τους, για το βαρύ χειμώνα που θα ερχόταν. ‘Όταν πια τα χέρια κουράζονταν και οι πλάτες πονούσαν άρχιζαν το κουβεντολόι.  
Δεν θυμάμαι συζητήσεις για την πολιτική κατάσταση ούτε για την κυβέρνηση. Με ότι  έχουμε θα περάσουμε. Θα ξετρυπώσουμε λύσεις, θα βάλουμε το μυαλό μας να δουλέψει για τα δύσκολα. Θα τα καταφέρουμε. 
Η κυρά Λένη η νεοκόρισσα ανέλυε τα νέα του χωριού : Η τάδε αρραβωνιάστηκε, η τάδε παντρεύεται. Ποτέ βέβαια ότι ο τάδε χώρισε. Εκεί που η κουβέντα έφτανε στο ζενίθ εμφανιζόταν η Πασώ (Ασπασία το βαφτιστικό της) με χαλβά αλευρένιο που μόλις είχε φτιάξει και μοσχομύριζε η γειτονιά. Αν σας πω ότι τον μυρίζω ακόμα και τώρα δεν θα το πιστέψετε. Όλοι τον απολαμβάναμε, ιδιαίτερα εμείς τα παιδιά που είχαμε αποκάμει από το πολύ παιχνίδι. 

Κατά τις δέκα άρχιζε η επιστροφή των ανδρών από το καφενείο, και ο επόμενος σταθμός η στάση κάτω από την ακακία. Τα κερδισμένα λουκούμια από την πρέφα μοιράζονταν σε όλους. Εξαίρεση αποτελούσε ο παππούς Νίκος που τα φύλαγε μόνο για την γιαγιά μου και της τα έδινε κοντά στο τζάκι.
Άραγε πόσα νεότερα θα μάθαινε κανείς από μισή ώρα ειδήσεων στην τηλεόραση, χωρίς κριτική προσωπική, χωρίς ανάλυση , χωρίς συνομιλητή; 


Πολλές φορές μου έρχονται στ’ αυτιά μου τα λόγια του μπάρμπα Βαγγέλη που ήταν ενήμερος για τα δρώμενα (είχε κάνει και εξορία) και τον ένοιαζε η πολιτική ζωή του τόπου.
 « Σήμερα τζιπ στρατιωτικά ανέβαιναν στο Βλοχό. Απαγορεύονται οι συνάξεις. Όπου να  ναι θα πέσει η χούντα». 

Πολλά βράδια ιδίως το Σάββατο το ρίχναμε και στο τραγούδι. Πρώτα οι γιαγιάδες και ύστερα οι μανάδες μας. Εμείς τα μικρότερα σιωπούσαμε. Ακούγαμε και προσέχαμε να μάθουμε για όταν μεγαλώσουμε κι εμείς: Μου παρήγγειλε  τα’ αηδόνι, Κόρη που πας στον ποταμό και πολλά άλλα που σήμερα όταν τ’ ακούω με πηγαίνουν τόσα χρόνια πίσω, που με γαληνεύουν και με ταξιδεύουν. Αχ! πόσο τα νοσταλγώ!
Οι γυναίκες με τους άνδρες τους έφευγαν νωρίτερα. Έμειναν οι ζωηρότεροι της παρέας. 
Σε λίγο θα περνούσε ο μπάρμπα Θανάσης από κει. Ζούσε απομονωμένος στο παλιό χωριό σ’ ένα τεράστιο σπίτι που παλιότερα σ’ αυτό έμεναν τρεις οικογένειες , και εμείς οι μικρότεροι τον θαυμάζαμε γι’ αυτό. Δεν τον φόβιζαν οι καλικάτζαροι, τα φαντάσματα, οι νεράιδες. Αδελφός στρατηγού, κληρονόμος της μακριάς χλαίνης και υπερήφανος για το πηλίκιο με τις σαρδέλες, όπως καυχιόταν καμαρωτά. Ακουγόταν από μακριά καθώς χτυπούσαν οι στρατιωτικές μπότες μέσα στην ησυχία της νύχτας.
Ένα σχοινί είχε τεντωθεί από τους πιο επιτήδειους της παρέας. Η αφετηρία το πηγάδι και το τελείωμα γύρω από τον κορμό της ακακίας. Εμείς πεσμένοι στο έδαφος μπρούμυτα ν’ ακούμε την καρδιά της γης. Απόλυτη ησυχία. Μόνο τα τριζόνια συνόδευαν τον μπάρμπα Θανάση στο περπάτημα του. Το μεγάλο καπέλο όμως δεν τον βοηθούσε να δει το σχοινί, και ο μπάρμπα Θανάσης σωριαζόταν στο έδαφος φωνάζοντας, βρίζοντας και το μόνο που τον στενοχωρούσε ήταν η σκονισμένη στολή του. 
Τον θυμάμαι σαν τώρα δα να μονολογεί και να ξεσκονίζεται παντού. Στα χέρια, στα πόδια, στην πλάτη του. Όλη η τσουρμοπαρέα σηκωνόμασταν με αλαλαγμούς :
« Εμείς είμαστε μπάρμπα Θανάση. Εμείς είμαστε! Αν δεν μας πεις μια ιστορία από τις προξενιές που σου τάξαν δεν περνάς!» 
Και τότε άλλη μια ενημέρωση σατιρική ξεκινούσε με μελοδραματικές εξελίξεις.
Ξαφνικά η φωνή της γιαγιάς έσπαζε την ησυχία της νύχτας, 
«Ελάτε τώρα ξημερώσατε!» 

Τ’ αστέρια ολόλαμπρα στον ουρανό. Ο αποσπερίτης άρχιζε να χάνεται. Στο κέντρο έφτασε το ολόγιομο φεγγάρι…
Άλλη μια αναδρομή μου έφτασε στο τέλος της…

Ανέμη

Το κείμενο είναι από το: